- ῥακτήριος
- ῥακ-τήριος, α, ον, ([etym.] ῥάσσω)A fit for striking with,
κέντρα S.Fr.802
.II μέλη βοῶν ἄναυλα καὶ ῥ. broken, discordant (ψοφώδη καὶ θορυβώδη Hsch.
), Id.Fr.699.III ῥακτήριον· ὄρχησίς τις, Hsch.IV ῥακτήρια· τύμπανα, Id.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.